ζηνώνειος

ζηνώνειος
ζηνώνειος, -ον (Α) [Ζήνων]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στωικό φιλόσοφο Ζήνωνα («ζηνώνειος αἵρεσις)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ζηνώνειος
στωικός φιλόσοφος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ζηνώνειος — of Zeno masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζηνώνειον — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc sg Ζηνώνειος of Zeno neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζηνωνείου — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζηνωνείους — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζηνώνειοι — Ζηνώνειος of Zeno masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ζηνωνικός — ζηνωνικός, ή, όν (Α) ο ζηνώνειος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”